Ο θρίαμβος δεν είναι σχετικός. Αντίθετα, είναι πολύ συγκεκριμένος. Μονάχα που δεν συνοδεύεται πάντοτε από ένα τρόπαιο, από ένα μετάλλιο. Ο Πιτ Μάικαλ το κατάλαβε από έφηβος, μέσα από μία τραγωδία που τον υποχρέωσε να μεγαλώσει πρόωρα και να πει στον εαυτό του ότι όσες φορές κι αν πέσει, θα σηκωθεί. Ότι όσες ήττες κι αν βιώσει, θα συνεχίσει να νικά σε αγώνες που δεν κρίνουν απλώς πρωταθλητές, αλλά και την ίδια την επιβίωση.

Γράφει ο Γιώργος Αδαμόπουλος

Η καριέρα του ήταν γεμάτη από νίκες και τίτλους, ωστόσο ο ίδιος, όπως εξήγησε στο «www.infobasket.gr», σημασία είχε «να μην τα παρατάς, να δουλεύεις πιο σκληρά από τον διπλανό σου και να μην σταματάς ποτέ να μένεις αφοσιωμένος σε ό,τι κάνεις». Ο 44χρονος Αμερικανός, παλαίμαχος φόργουορντ μεταξύ άλλων του Περιστερίου και του Μακεδονικού και πρωταθλητής Ευρώπης το 2010 με τη Μπαρτσελόνα, θυμήθηκε τον τίτλο της Ευρωλίγκας στο Παρίσι και τόνισε τι χρειάζεται σε ένα φάιναλ φορ. Αφηγήθηκε μερικές αναμνήσεις στην Ελλάδα από τους Αργύρη Πεδουλάκη και Μανώλη Παπαμακάριο και μίλησε για το κίνητρο που του χάρισε ο πρόωρος θάνατος του αδερφού του στο Σικάγο… Αναπόλησε έναν θρίαμβο απέναντι στον Κόμπι Μπράιαντ και τους Λέικερς, σχολίασε για το ότι… δεν έπαιξε ποτέ στον Ολυμπιακό, και ανέλυσε τη νέα ενασχόλησή του με το μπάσκετμπολ.

Οι λέξεις «τίτλος», Ευρωλίγκα» και «Μπαρτσελόνα» είναι σε περίοπτη θέση στην προσωπική μαρκίζα του Πιτ Μάικαλ, αν και παραδέχεται πως «δεν έχω καταλάβει πώς πέρασαν 12 χρόνια από την επιτυχία μας στο Παρίσι». Σε εκείνον τον τελικό της 9ης Μαΐου 2010 κόντρα στον Ολυμπιακό των Παπαλουκά, Τσίλντρες, Κλέιζα, Τεόντοσιτς και του κόουτς Παναγιώτη Γιαννάκη, ο Αμερικανός σταρ της «Μπάρτσα» είχε αγωνιστεί 27 λεπτά, σκοράροντας 14 πόντους (5/9διπ., 1/3τριπ., 1/1βολ.), στη νίκη 86-68 των Καταλανών, για το δεύτερο τρόπαιο της ιστορίας τους. Η εμπειρία του από αυτή τη «σκηνή» είναι σημαντική και επισημαίνει πως «στα φάιναλ φορ κερδίζεις χάρη στην αυτοπεποίθηση, εκτός από τη δουλειά και την προετοιμασία που έχει προηγηθεί. Η πίστη στον εαυτό σου μετρά, καθώς όλα κρίνονται σε ένα ματς, πολλές φορές σε ένα σουτ. Ο κόουτς Τσάβι Πασκουάλ μάς είχε προετοιμάσει εξαιρετικά και παρουσιαστήκαμε πανέτοιμοι».

Ο Πιτ Μάικαλ είχε υπογράψει μερικούς μήνες νωρίτερα στη Μπαρτσελόνα, έχοντας αφήσει τη Μπασκόνια με την οποία είχε στεφθεί πρωταθλητής Ισπανίας το 2008! «Στην Ισπανία πέρασα καταπληκτικά. Κατέκτησα τίτλους (σ.σ.: κέρδισε την ACB και με τους «μπλαουγκράνα», το 2011 και 2012) και όπως και στο Περιστέρι και τον Μακεδονικό, έζησα σπουδαία χρόνια και σε Βιτόρια και Βαρκελώνη». Μία από τις χαρακτηριστικότερες εμπειρίες του στην Καταλονία ήταν η νίκη στο φιλικό εναντίον των τότε πρωταθλητών του ΝΒΑ, Λος Άντζελες Λέικερς, τον Οκτώβριο του 2010 στο «Παλάου Σαν Τζόρντι». Στο ανεπίσημο «διηπειρωτικό κύπελλο», ο Μάικαλ αντιμετώπισε τον αείμνηστο Κόμπι Μπράιαντ, αποκαλύπτοντας πως «μου έλεγε κατά τη διάρκεια του ματς να ηρεμήσω! “Calm down, man!”, ήταν η ατάκα του. Είναι αλήθεια πως εμείς μπήκαμε δυνατά στο ματς, ενώ για τους Λέικερς ήταν το πρώτο φιλικό, καθώς μερικές μέρες νωρίτερα είχαν αρχίσει την προετοιμασία τους. Μετά το ματς αγκαλιαστήκαμε και ακόμη εύχομαι να είχα πάρει τη φανέλα του! Ο τότε συμπαίκτης του, Ντέρεκ Φίσερ, μου έλεγε μέσα στο ματς “φίλε, μην ξυπνάς το ‘θηρίο’!”. Του απάντησα με αυτοπεποίθηση ότι “τώρα είναι αργά… Εδώ είναι η πόλη μου!”».

Σε ηλικία 25 ετών έφτασε για πρώτη φορά στην Ευρώπη και το Περιστέρι. Και θυμάται ότι «οι εμπειρίες σου μετρούν. Δεν ξέρω αν σε καθορίζουν, όμως σε καθοδηγούν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σεζόν 2003-2004 στο Περιστέρι. Θυμάμαι ότι έβγαινα κάποιο βράδυ και ο κόσμος ήταν “ζεστός”. Ήταν φοβερό που μπορούσες να παραγγείλεις φαγητό ακόμη και αργά τη νύχτα και κάπως έτσι, με το “kotopoulo” και το “souvlaki”, έμαθα τις πρώτες ελληνικές λέξεις! Η Ελλάδα μού έδειξε την αξία της ανακάλυψης κάθε μέρους που επισκέπτεσαι. Τότε δεν υπήρχαν τα κινητά με τις online οδηγίες και τους χάρτες και λάτρευα που μάθαινα μόνος μου την πόλη. Οδηγούσα πολύ, δεν με πείραζε που δεν μιλούσα τη γλώσσα, ωστόσο στη χώρα σας ανοίχτηκα περισσότερο ως άνθρωπος».
Την επόμενη χρονιά, έπειτα από μερικούς μήνες στη Ντινάμο Μόσχας, επέστρεψε στην Ελλάδα. Αγωνίστηκε στον Μακεδονικό και δεν ξεχνά πως «η Κοζάνη ήταν υπέροχη! Μετά τους αγώνες πηγαίναμε για δείπνο με τους συμπαίκτες μου στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε πολύ καλή ομάδα, την οποία είχε δημιουργήσει ο εξαιρετικός κόουτς Αργύρης Πεδουλάκης, ο οποίος με έμαθε πάρα πολλά και για το άθλημα και για τη ζωή! Φτάσαμε ως τον τελικό του ULEB Cup με μία τρομερή ανατροπή στα ημιτελικά (σ.σ.: ήττα 107-84 στη Χέμοφαρμ και νίκη 96-65 στην Κοζάνη!), αλλά στο ματς για το τρόπαιο δεν τα καταφέραμε κόντρα στη Λιέτουβος Ρίτας».

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που περίμεναν πως μία πρόταση από Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό θα ήταν η φυσιολογική εξέλιξη για έναν εκ των κορυφαίων παικτών της Α1 και του ULEB Cup. Ο Μάικαλ ομολογεί πως «θα ήθελα πάρα πολύ να είχα μία ευκαιρία σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες της Ελλάδας, όμως μετακόμισα στην Ισπανία και τη Μπρεογκάν. Ο στόχος μου ήταν να παίξω στην ACB, το κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης και όταν βρέθηκα στη Βιτόρια και στη συνέχεια στη Μπαρτσελόνα, ο δρόμος δεν με έβγαλε και πάλι στην Ελλάδα. Αν και πάντα μου άρεσε ο Ολυμπιακός και έλεγα συχνά ότι θα ήθελα πολύ να έχω φορέσει τη φανέλα του! Υπήρχαν συχνά κάποιες συζητήσεις, αλλά όχι κάτι σοβαρό ή μία επίσημη προσφορά».

Ο Πιτ Μάικαλ αποχώρησε από την ενεργό δράση το 2017, σε ηλικία 39 ετών, παίζοντας στην Κόρντομπα της Αργεντινής. Νωρίτερα είχε παίξει σε Πουέρτο Ρίκο και Βενεζουέλα, με τελευταίο σταθμό της ευρωπαϊκής πορείας στη Μούρθια, το 2014. Ήταν ενάμιση χρόνο μετά τη δεύτερη -μετά το 2011- πνευμονική εμβολή που υπέστη το 2013 στη Μπαρτσελόνα… Ήταν μία ακόμη προσωπική περιπέτειά του. Στις αρχές των 00’s, τραυματίστηκε στον αχίλλειο. Το 2002, στην προετοιμασία των Χιούστον Ρόκετς, υπέστη θρόμβωση στο πόδι… Το 2005 στον Μακεδονικό αντιμετώπισε πρόβλημα στο νεφρό. Κατάφερε να ξεπεράσει κάθε αναποδιά, εξηγώντας πως «κάθε πρόβλημα ήταν υπενθύμιση ότι τίποτα δεν σου χαρίζεται. Ήταν και αφύπνιση, ώστε να μάθω από την αρχή το σώμα μου, τα όριά μου. Σκέφτηκα για λίγο “γιατί σε μένα;”, όμως στη δεύτερη εμβολή είπα στον εαυτό μου ότι προτεραιότητα είναι η υγεία μου και όχι το μπάσκετμπολ». Δεν το έβαλε κάτω, όπως κάθε φορά. Θυμάται ότι «στην καριέρα και τη ζωή μου η εύκολη λύση θα ήταν να τα παρατήσω. Είχα πέσει πάλι, ωστόσο ήθελα να σηκωθώ και η επιστροφή στη Μούρθια ήταν επιβεβαίωση στον εαυτό μου ότι θα φύγω με τον δικό μου τρόπο, με τους δικούς μου όρους».

»Έχω μάθει να αντιμετωπίζω κάθε δυσκολία. Αυτή είναι η ουσία της ζωής. Πολλές φορές στη διαδρομή μου η εύκολη λύση θα ήταν να καθίσω σπίτι μου, να κλειστώ στον εαυτό μου, αλλά δεν είναι αυτή η φιλοσοφία μου. Όταν έχεις δει τον αγαπημένο άνθρωπό σου καλυμμένο με αίμα, όλα τα υπόλοιπα είναι μάλλον εύκολα. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να σε λυγίσει. Τα εμπόδια δεν με σταμάτησαν ποτέ».

Πάντα πορευόταν με ένα «my way» στο στόμα και τη νοοτροπία. Η καριέρα του στο μπάσκετμπολ, όμως, ήταν θαρρεί κανείς μία ωδή στον αδερφό του, τον οποίο έχασε στην εφηβεία του… «Ο θάνατος του αδερφού μου ήρθε, δυστυχώς, να μου θυμίσει ότι η ζωή συνεχίζεται. Να μου δώσει παραδείγματα αποφυγής και σημάδια για το παρόν και το μέλλον. Με έκανε να θέλω πολύ περισσότερο να κάνω κάτι θετικό στη ζωή μου. Μου έδειξε πολύ νωρίς πώς να διαχειρίζομαι τον πόνο. Στο παρκέ έβγαζα όλο τον πόνο που αισθανόμουν. Διοχέτευα εκεί όλα τα συναισθήματα που είχα από μικρός και με βοήθησαν να ξεπεράσω κάθε δυσκολία».
»Η απώλεια του αδερφού μου ήταν και είναι ο λόγος που διαρκώς θέλω να αποδεικνύω πως μία σκληρή στιγμή που χαράσσεται μέσα σου, είναι η αιτία που επιθυμείς να επιβιώνεις και να προοδεύεις. Ήθελα να πετύχω για εκείνον, κυρίως, διότι εκείνος πίστευε περισσότερο από τον καθένα σε μένα. Οι εμπειρίες μαζί του και ο αναπάντεχος χαμός του με υποχρέωσαν να είμαι πειθαρχημένος και στο γήπεδο και στο σπίτι μου.
»Όταν τον έχασα, από πυροβολισμό, έμαθα άμεσα να μη λαμβάνω τίποτα ως δεδομένο. Τη μία ημέρα έχεις πλάι σου τον καλύτερο φίλο σου και την επομένη δεν τον έχεις, τον χάνεις… Όταν η μοίρα σού αρπάζει κάτι με αυτό τον φρικτό τρόπο, σε νεαρή ηλικία, η ζωή σου δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα από το οποίο οφείλεις να συνέλθεις και να ωριμάσεις πιο γρήγορα. Ξαφνικά, από ένα παιδί πρέπει να γίνεις άντρας, να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις και να προσπαθήσεις να εκπληρώσεις και τα δικά σου όνειρα, αλλά κι εκείνα που είχε ο αδερφός σου για σένα…
»Το να ξεπεράσεις τον πόνο, σωματικό ή ψυχολογικό, απαιτεί συνύπαρξη χαρακτήρα, αυτογνωσίας και μίας πνευματικής τακτικής που επιλέγεις για να προχωράς μπροστά. Για να διαχειριστείς μία τέτοια τραγωδία, πρέπει να μάθεις να ζεις μαζί της. Απορείς πώς θα αντέξεις, ωστόσο διαπιστώνεις πως είναι αδιανόητο να σταματήσεις την προσπάθεια. Κάποιες φορές ενδεχομένως να θέλεις να τα παρατήσεις όλα. Εγώ, όμως, θέλησα μετατρέψω όσα βίωσα σε κίνητρο, σε δύναμη».

Η μπασκετική πρόκληση του Πιτ Μάικαλ δεν συνοδευόταν απλώς από φανέλα και σορτσάκι. Μετά την αποχώρησή του εργάστηκε ως σκάουτερ του ΝΒΑ, σε Ουάσινγκτον και Μινεσότα. Στη δεύτερη πόλη συνάντησε και πάλι τον Τομ Θίμποντο, τότε κόουτς των Γουλβς και νυν των Νικς. Ο «Thibs» ήταν ασίσταντ στη Νέα Υόρκη, όταν ο Μάικαλ ήταν ρούκι και ο τελευταίος τονίζει πως «ήταν από τότε καλός, εργατικός και μεθοδικός. Ήταν ο άνθρωπός μου, πέρασα μαζί του δύο καλοκαίρια, στα summer leagues της Λίγκας με τους Νικς και εκείνος που μου έδειξε πώς να δίνω σημασία σε κάθε λεπτομέρεια». Ο παλαίμαχος φόργουορντ της Μπαρτσελόνα επισημαίνει πως το σκάουτινγκ «δεν είναι δουλειά, είναι προέκταση του εαυτού σου. Η μεγάλη πρόκληση δεν είναι να διακρίνεις το ταλέντο. Το σημαντικότερο είναι να συζητήσεις με προπονητές και γενικούς διευθυντές και να τους μιλήσεις για ένα παιδί και, κυρίως, για τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία του. Να το γνωρίσεις ως άτομο, να συναντήσεις την οικογένειά του και να μάθεις και τι ζητά εκείνος από τη ζωή και την καριέρα του». Το σκάουτινγκ ήταν ένα μάθημα, ωστόσο είχε πάντα το όνειρο της εκπροσώπησης παικτών.

Πλέον, τονίζει ότι «ο λόγος που έγινα ατζέντης ήταν για να εκπληρώσω από τη μεριά μου τις προσδοκίες των νέων παικτών. Διότι στα δικά μου κολεγιακά χρόνια, δεν είχα αυτές τις συμβουλές, αυτή τη βοήθεια. Δεν με εκπροσώπησαν με τον σωστό τρόπο. Βρέθηκα στη Νέα Υόρκη το 2000, έναν χρόνο μετά την παρουσία των Νικς στους Τελικούς και είχαν βετεράνους στις θέσεις μου, όπως ο Λάρι Τζόνσον και ο Άλαν Χιούστον. Μερικά χρόνια μετά συνάντησα τον κόουτς Τζεφ Βαν Γκάντι και τον ρώτησα γιατί δεν πήρα την ευκαιρία μου. Μου απάντησε πως “σε μία μικρότερη πόλη και αγορά θα έπαιζες. Στη Νέα Υόρκη, όμως, οι βετεράνοι δύσκολα έβγαιναν από το παρκέ…”. Η πολιτική υπάρχει μάλλον και στο γήπεδο. Με την εμπειρία μου, μπορώ ως ατζέντης να βοηθώ τους παίκτες μου να καταλάβουν την πραγματικότητα και να προσαρμόζονται ευκολότερα στις συνθήκες που συναντούν επαγγελματικά».

Τα τελευταία χρόνια είναι και υπεύθυνος του North Texas International Combine, ενός τουρνουά που προετοιμάζει τους αθλητές για το επαγγελματικό επίπεδο. «Η προσπάθειά μας ξεκίνησε από τη Myrtle Beach της Νότιας Καρολίνας και φέτος μεταφερθήκαμε στο Τέξας Πέρσι, από τους 40 παίκτες μας, οι 16 έπαιξαν στη G-League και μερικοί έλαβαν κλήση για αγωνιστούν και στο ΝΒΑ. Περισσότεροι από 20 βρέθηκαν στην Ευρώπη. Ένας εξ αυτών και ο Ντεβόντε Γκριν, που αγωνίστηκε πέρσι στον Χαρίλαο Τρικούπη και φέτος στη Λάρισα. Στο τεχνικό τιμ μας, μεταξύ άλλων, είναι Τζιμ Μπόιλεν, χεντ κόουτς των Σικάγο Μπουλς πριν από μία διετία, αλλά και τρεις άλλους προπονητές που έχουν εργαστεί ως ασίσταντ στο ΝΒΑ». Το Combine είναι προσωπική επένδυση του Πιτ Μάικαλ με τον συνεργάτη του, Έρνι Κάμπο, επικεφαλής ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού, αλλά και με τη βοήθεια χορηγών. Η λειτουργία του δεν αφορά μόνο το παιχνίδι, αλλά και το mentorship και τη βοήθεια των παικτών εκτός παρκέ, με πολύτιμη τη συνεισφορά του παλαίμαχου γκαρντ του ΝΒΑ, Μάικ Μπίμπι. Ο Μάικαλ εξηγεί πως «πρέπει να είμαστε κοντά στους νεαρούς αθλητές και να τους μιλάμε διαρκώς. Τους ανοίγομαι συχνά για τις εμπειρίες μου όχι μόνο στο γήπεδο. Τους επισημαίνω ότι πρέπει να είναι καλοί συμπαίκτες στο παρκέ, αλλά και στο σπίτι τους, με την οικογένειά τους. Επιμένω ότι οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τους νέους και όχι να τους αποθαρρύνουμε».

Ένας από τους πρώην συνοδοιπόρους που έδειξε στον Πιτ Μάικαλ πολλά για την αξία του καλού συμπαίκτη «ήταν ο Μανώλης Παπαμακάριος, ένας από τους αγαπημένους μου! Εργατικός, που γνώριζε ότι δεν είχε το ταλέντο άλλων για να πηδήξει ψηλότερα, αλλά προπονούνταν διπλά από άλλους, ήταν έξυπνος και μεθοδικός και πάντα πλάι στον συμπαίκτη του. Πάντοτε δίπλα σου με μία κουβέντα παρακίνησης, παίκτης με καρδιά και αυτό τον βοήθησε να κερδίζει γρηγορότερους και πιο αθλητικούς αντιπάλους. Σκόραρε μερικά κρίσιμα τρίποντα, νικητήρια σουτ και δεν τρόμαζε από κανέναν στην άμυνα! Ήταν ο άνθρωπος που επιβεβαίωνε το μότο μου: “Να ενθαρρύνεις. Να μην αποθαρρύνεις τον άλλον”. Αυτό ήταν και είναι το μήνυμά μου, μαζί με αυτό που θυμίζει να έχουμε πάντα υψηλές προσδοκίες από τους εαυτούς μας και να έχουμε έτοιμο ένα Plan-B».

Κάθε προσωπικό πλάνο, παρά τις αναποδιές και τις οικογενειακές ή μπασκετικές ατυχίες, ήταν κάτι σημαντικό για τον Πιτ Μάικαλ. Αυτό που λέει πια είναι ότι «είμαι ευτυχισμένος για την καριέρα μου διότι δεν μετάνιωσα για τίποτα. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Την ολοκλήρωσα με τον τρόπο που επιθυμούσα, έδωσα ό,τι είχα μέσα μου και μπορώ να πω ότι είμαι περήφανος για όσα πέτυχα. Το πέρασμά μου από την Ευρώπη μού άφησε φίλους για όλη τη ζωή μου, ανθρώπους με τους οποίους στη συνέχεια συνεργάστηκα και συνεργάζομαι ως ατζέντης. Ο Πιτ Μάικαλ των Η.Π.Α. δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μεγάλωσε και ωρίμασε στην Ευρώπη. Είχα μία καλή πορεία στο NCAA, έγινα ντραφτ στο ΝΒΑ και κατέκτησα τίτλους στην Ισπανία και την Ευρωλίγκα. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω από την καριέρα μου;».

Καταλήγοντας ανέφερε πως «από τα μέρη που έρχομαι, από το Ροκ Άιλαντ του Ιλινόι όπου όλοι εργάζονται σκληρά και έχουν μάθει να παλεύουν για όλα, διδάσκεσαι να μην τα παρατάς ποτέ. Είναι μία μικρή πόλη, αλλά με παράδοση στο μπάσκετ. Από εκεί κατάγεται ο σπουδαίος παλαίμαχος παίκτης και κόουτς, ο θρύλος του ΝΒΑ, Ντον Νέλσον. Από εκεί ξεκίνησε να παίζει ο Τσέισον Ραντλ, ο οποίος το 2017-2018 έπαιξε στη Ρεάλ Μαδρίτης. Μάθαμε να παίζουμε μπάσκετ ακόμη και με δέκα πόντους χιόνι στα ανοικτά γήπεδα. Δεν χάναμε ευκαιρία να παίξουμε. Δεν μεγαλώσαμε σε παραλίες και το μπάσκετ έγινε η ζωή μας από μικρά παιδιά. Στην πόλη μου, όπως και σε όλο το Σικάγο, το μπάσκετ είναι θρησκεία και ξέρεις ότι αν δεν δουλέψεις διπλά από τον άλλον, δεν θα πετύχεις. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Εκείνο το εξάχρονο αγόρι που έπιασε για πρώτη φορά τη μπάλα στα έξι του δεν είχε φανταστεί τι θα ακολουθήσει. Ίσως μόνο ο αδικοχαμένος αδερφός μου πίστευε τόσο πολύ σε μένα… Πάντα μου έλεγε πως ό,τι κι αν κάνω στη ζωή μου, όσα λίγα ή πολλά πετύχω, να μην σταματώ ποτέ να δουλεύω σκληρά για όσα ονειρεύομαι. Όλη τη ζωή μου ήμουν “underdog”. Εκτίμησα κάθε μέντορά μου και αυτό επιδιώκω ως ατζέντης. Να τους καθοδηγήσω τους νέους παίκτες και στο μπάσκετμπολ, να τους εξηγήσω πως η ζωή έχει σκαμπανεβάσματα και δεν πρέπει ποτέ να τα παρατάς».